- ερεσχελώ
- ἐρεσχελῶ, -έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ)1. αστειεύομαι2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα3. φλυαρώ4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσειςμσν.διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαιαρχ.1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον2. βρίσκω κάποια πρόφαση ή μηδαμινή αιτιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεσ- + -χηλώ (ή -χελώ). Εμφανίζει α’ συνθετικό αβέβαιης ετυμολ., ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. «χηλεύεινράπτειν, πλέκειν». Εικάζεται ότι το α’ συνθετικό ανάγεται σε θ. ερεσ-, με σημασία συγγενή με εκείνη τής λ. έρις. Από τον τ. ερεσχηλώ παράγονται οι λ. ερεσχηλία και ερίσχηλος (πιθ. κατά το έρις)].
Dictionary of Greek. 2013.